- αναιώνιος
- -α, -ο [αιώνιος]αιώνιος, διαρκής, άφθαρτος, ακατάλυτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναιώνιος — α, ο (επιτατ. ανά + αιώνιος), αιώνιος, ακατάλυτος: Τα παπούτσια αυτά αποδείχτηκαν αναιώνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)